περίφραχτος

περίφραχτος
-η, -ο
ο φραγμένος γύρω γύρω: Το οικόπεδο είναι περίφραχτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περίφρακτος — η, ο / περίφρακτος, ον, ΝΜΑ, και περίφραχτος Ν [περιφράσσω] περιφραγμένος, κλεισμένος γύρω γύρω με φράχτη νεοελλ. φρ. «περίφρακτες πεδιάδες» χαρακτηριστικές περιοχές στην επιφάνεια τής Σελήνης που μοιάζουν με κρατήρες με επίπεδους πυθμένες …   Dictionary of Greek

  • περίκλειστος — η, ο ο περιτριγυρισμένος, ο φραγμένος ολόγυρα, ο περίφραχτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περίφρακτος — η, ο βλ. περίφραχτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”